Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσολάβηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσολάβησ|η <-εις> [mɛsɔˈlavisi] SUBST θηλ

1. μεσολάβηση (εξυπηρέτηση, βοήθεια):

μεσολάβηση
Vermittlung θηλ
με τη μεσολάβηση του αδερφού μου

2. μεσολάβηση (επέμβαση):

μεσολάβηση
Eingriff αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μεσολάβηση

με τη μεσολάβηση του αδερφού μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский