Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεσιτεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεσιτ|εύω <-ευσα [ή -εψα] > [mɛsiˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

μεσιτεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский