Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεροδούλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεροδούλι [mɛrɔˈðuli] SUBST ουδ

1. μεροδούλι (ημερήσια εργασία):

μεροδούλι
Tagesarbeit θηλ

2. μεροδούλι (μεροκάματο):

μεροδούλι
Tagelohn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский