Ελληνικά » Γερμανικά

μεμονωμέν|ος <-η, -ο> [mɛmɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. μεμονωμένος (που δεν ανήκει σε σύνολο):

μεμονωμένος

2. μεμονωμένος λογ (κάπως απαρχαιωμένο) απομονωμένος:

μεμονωμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский