Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μελετητήριο , μελετηρός , μελετητής και μελετηρότητα

μελετητήριο [mɛlɛtiˈtiriɔ] SUBST ουδ ΠΑΝΕΠ

μελετητής (μελετήτρια) [mɛlɛtiˈtis, mɛlɛˈtitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μελετητής (μελετήτρια)
Erforscher(in) αρσ (θηλ)

μελετηρ|ός <-ή, -ό> [mɛlɛtiˈrɔs] ΕΠΊΘ

μελετηρότητα [mɛlɛtiˈrɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский