Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεσίτρια , μαεστρία , μαχαιριά , μαχητής , μαχητικός , δράστρια και μαχητικότητα

μαχητής (μαχήτρια) [maçiˈtis, maˈçitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. μαχητής (αγωνιστής):

μαχητής (μαχήτρια)
Kämpfer(in) αρσ (θηλ)

2. μαχητής (πολεμιστής):

μαχητής (μαχήτρια)
Krieger(in) αρσ (θηλ)

μαχαιριά [maçɛˈri̯a] SUBST θηλ

1. μαχαιριά (χτύπημα):

Messerstich αρσ
Stich αρσ in den Rücken

2. μαχαιριά (τομή):

μαεστρία [maɛsˈtria] SUBST θηλ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

μαχητικότητα [maçitiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. μαχητικότητα (ικανότητα):

2. μαχητικότητα (διάθεση):

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский