Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ματαίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ματαίωσ|η <-εις> [maˈtɛɔsi] SUBST θηλ

1. ματαίωση (εμπόδιση):

ματαίωση
Vereitelung θηλ

2. ματαίωση (μη πραγματοποίηση):

ματαίωση
Ausfall αρσ
η ματαίωση θηλ της πτήσης
der Ausfall αρσ des Flugs

Παραδειγματικές φράσεις με ματαίωση

η ματαίωση θηλ της πτήσης
ματαίωση θηλ της εκτέλεσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский