Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαστουρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαστουρώ|νω <-σα, -μένος> [mastuˈrɔnɔ] VERB αμετάβ οικ

μαστουρώνω

II . μαστουρώνομαι VERB αυτοπ ρήμα οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский