Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαντεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαντ|εύω <-εψα> [manˈdɛvɔ] VERB μεταβ

1. μαντεύω (προφητεύω):

μαντεύω

2. μαντεύω (βρίσκω: ηλικία κτλ):

μαντεύω

II . μαντ|εύω <-εψα> [manˈdɛvɔ] VERB αμετάβ (προσπαθώ να βρω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский