Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαγνητισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαγνητισμός [maɣnitizˈmɔs] SUBST αρσ

1. μαγνητισμός:

μαγνητισμός
Magnetismus αρσ
επαγόμενος μαγνητισμός
πυρηνικός μαγνητισμός

2. μαγνητισμός μτφ (ελκτική δύναμη):

μαγνητισμός

Παραδειγματικές φράσεις με μαγνητισμός

επαγόμενος μαγνητισμός
πυρηνικός μαγνητισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский