Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μαγαζί , μαγαζάκι , μαγκαζίνο , μαγκιά , μαγιό , μαγικά , μαγιά , μαγεύω και μαγαρίζω

μαγαζάκι [maɣaˈzaci] SUBST ουδ

μαγκαζίνο [maŋgaˈzinɔ] SUBST ουδ

μαγαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [maɣaˈrizɔ] VERB μεταβ

1. μαγαρίζω (κοπρίζω):

2. μαγαρίζω (βρομίζω):

μαγ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [maˈjɛvɔ] VERB μεταβ

1. μαγεύω (κάνω μάγια):

2. μαγεύω (γοητεύω):

μαγιά [maˈja] SUBST θηλ

μαγικά [majiˈka] SUBST ουδ πλ

1. μαγικά (μαγεία):

Zauberei θηλ ενικ

2. μαγικά (για διασκέδαση):

Zauberkunststücke ουδ πλ

μαγιό [maˈjɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

1. μαγιό (γυναικείο):

Badeanzug αρσ

2. μαγιό (αντρικό):

Badehose θηλ

μαγκιά [maɲˈɟa] SUBST θηλ

2. μαγκιά (εξυπνάδα):

Gerissenheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский