Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μίζερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μίζερ|ος <-η, -ο> [mizɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. μίζερος (άθλιος):

μίζερος

2. μίζερος (γκρινιάρης):

μίζερος

3. μίζερος (τσιγγούνης):

μίζερος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский