Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέτωπό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέτωπο [ˈmɛtɔpɔ] SUBST ουδ

2. μέτωπο (πρόσοψη):

Fassade θηλ

3. μέτωπο ΣΤΡΑΤ:

Front θηλ
Linksbündnis ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский