Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μέλλω [ˈmɛlɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf (σκοπεύω)

μέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский