Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάσκα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάσκα [ˈmaska] SUBST θηλ

1. μάσκα:

μάσκα
Maske θηλ
Gasmaske θηλ
μάσκα οξυγόνου
μάσκα ομορφιάς
αφήνω να πέσει η μάσκα μτφ

2. μάσκα (αυτοκινήτου):

μάσκα
Kühlergrill αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μάσκα

μάσκα θηλ οξυγόνου
μάσκα ομορφιάς
Gasmaske θηλ
μάσκα οξυγόνου
Gasmaske θηλ
αφήνω να πέσει η μάσκα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский