Ελληνικά » Γερμανικά

λωρίδα

λωρίδα s. λουρίδα

Βλέπε και: λουρίδα

λουρίδα [luˈriða], λωρίδα [lɔˈriða] SUBST θηλ

1. λουρίδα (ταινία):

Band ουδ

2. λουρίδα (μακρόστενο τμήμα μιας επιφάνειας):

Streifen αρσ

3. λουρίδα (δρόμου):

Spur θηλ
Fahrspur θηλ

4. λουρίδα ΑΘΛ (στίβου):

Bahn θηλ

λουρίδα [luˈriða], λωρίδα [lɔˈriða] SUBST θηλ

1. λουρίδα (ταινία):

Band ουδ

2. λουρίδα (μακρόστενο τμήμα μιας επιφάνειας):

Streifen αρσ

3. λουρίδα (δρόμου):

Spur θηλ
Fahrspur θηλ

4. λουρίδα ΑΘΛ (στίβου):

Bahn θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με λωρίδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский