Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λουστράρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λουστράρισμα [lusˈtrarizma] SUBST ουδ

1. λουστράρισμα (η πράξη):

λουστράρισμα
Polieren ουδ

2. λουστράρισμα (επίχρισμα):

λουστράρισμα
Politur θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский