Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λοξεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λοξ|εύω <-εψα> [lɔˈksɛvɔ] VERB μεταβ (κάνω λοξό)

λοξεύω

II . λοξ|εύω <-εψα> [lɔˈksɛvɔ] VERB αμετάβ (στρίβω)

λοξεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский