Ελληνικά » Γερμανικά

λογοτεχνία [lɔɣɔtɛxˈnia] SUBST θηλ

λογοτεχνικ|ός <-ή, -ό> [lɔɣɔtɛxniˈkɔs] ΕΠΊΘ

λογοτέχνημα [lɔɣɔˈtɛxnima] SUBST ουδ

πολυτεχνίτης [pɔlitɛxˈnitis] SUBST αρσ, πολυτεχνίτισσα [pɔlitɛxˈnitisa], πολυτεχνίτρα [pɔlitɛxˈnitra] SUBST θηλ

λογοτέχνης (λογοτέχνισσα) [lɔɣɔˈtɛxnis, lɔɣɔˈtɛxnisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

λογοτέχνης (λογοτέχνισσα)
Schriftsteller(in) αρσ (θηλ)
λογοτέχνης (λογοτέχνισσα)
Literat(in) αρσ (θηλ)

λογοκρισία [lɔɣɔkriˈsia] SUBST θηλ

ηγουμένη [iɣuˈmɛni], ηγουμένισσα [iɣuˈmɛnisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский