Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λοίμωξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λοίμωξ|η <-εις> [ˈlimɔksi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

λοίμωξη
Infektion θηλ
βακτηριακή λοίμωξη
γριπώδης λοίμωξη
grippaler Infekt αρσ
λοίμωξη δέρματος
Hautinfektion θηλ
εντερική λοίμωξη
Darminfektion θηλ
μικτή λοίμωξη
περιστασιακή λοίμωξη

Παραδειγματικές φράσεις με λοίμωξη

γριπώδης λοίμωξη
εστιακή λοίμωξη
βακτηριακή λοίμωξη
λοίμωξη δέρματος
εντερική λοίμωξη
μικτή λοίμωξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский