Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λινέλαιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λινέλαιο [liˈnɛlɛɔ] SUBST ουδ

λινέλαιο
Leinöl ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский