Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ληστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ληστ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [lisˈtɛvɔ] VERB μεταβ

ληστεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский