Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεύκωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεύκωμα [ˈlɛfkɔma] SUBST ουδ

1. λεύκωμα (άλμπουμ):

λεύκωμα
Album ουδ

2. λεύκωμα (του αβγού, συστατικό των κυττάρων):

λεύκωμα
Eiweiß ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский