Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεπτότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεπτότητα [lɛpˈtɔtita] SUBST θηλ

1. λεπτότητα (σώματος):

λεπτότητα
Schlankheit θηλ

2. λεπτότητα (υλικού):

λεπτότητα
Feinheit θηλ

3. λεπτότητα (στους τρόπους, στη συμπεριφορά):

λεπτότητα
Feingefühl θηλ

4. λεπτότητα (ευγένεια):

λεπτότητα
Takt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский