Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λεβέντης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεβέντης (λεβέντισσα) [lɛˈvɛndis, lɛˈvɛndisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. λεβέντης (άντρας):

λεβέντης (λεβέντισσα)
ganzer Kerl αρσ

2. λεβέντης (γυναίκα):

λεβέντης (λεβέντισσα)
prächtige Frau θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский