Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λείψανο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λείψανο [ˈlipsanɔ] SUBST ουδ

1. λείψανο (απομεινάρι):

λείψανο
Überrest αρσ

2. λείψανο (πτώμα):

λείψανο
Leiche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский