Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λασπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λασπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [lasˈpɔnɔ] VERB μεταβ (λερώνω)

λασπώνω
τα λασπώνω μτφ

II . λασπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [lasˈpɔnɔ] VERB αμετάβ

1. λασπώνω (γίνομαι πολτός):

λασπώνω

2. λασπώνω (γίνομαι λάσπη):

λασπώνω

III . λασπώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (λερώνομαι)

Παραδειγματικές φράσεις με λασπώνω

τα λασπώνω μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский