Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λασκάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λασκάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [lasˈkarɔ] VERB μεταβ

λασκάρω

II . λασκάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [lasˈkarɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με λασκάρω

λασκάρω τα λουριά μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский