Ελληνικά » Γερμανικά

λαπαροσκόπησ|η <-εις> [laparɔˈskɔpisi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

λαπαροσκόπηση
Laparoskopie θηλ

λαπαροσκόπηση SUBST

Καταχώριση χρήστη
λαπαροσκόπηση θηλ ΙΑΤΡ
λαπαροσκόπηση θηλ ΙΑΤΡ
Laparoskopie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский