Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λάμψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λάμψ|η <-εις> [ˈlampsi] SUBST θηλ

1. λάμψη (λάμπας):

λάμψη
Schein αρσ

2. λάμψη (αντιφεγγιά):

λάμψη
Glanz αρσ

3. λάμψη (κεραυνού):

λάμψη
Aufleuchten ουδ
η λάμψη των αστεριών
λάμψη του ήλιου
Sonnenlicht ουδ
Mondschein αρσ

4. λάμψη μτφ:

Geistesblitz αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με λάμψη

λάμψη θηλ ηλίου
λάμψη θηλ μεγαλοφυΐας
η λάμψη των αστεριών
λάμψη του ήλιου
Mondschein αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский