Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόψ|η <-εις> [ˈkɔpsi] SUBST θηλ

1. κόψη (μαχαιριού, σπαθιού):

κόψη
Schneide θηλ
στην κόψη του ξυραφιού μτφ

2. κόψη (κοπή, κόψιμο: σε σχέδιο, ρούχου):

κόψη
Schnitt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κόψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский