Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόκκαλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόκκαλο [ˈkɔkalɔ] SUBST ουδ

2. κόκκαλο (ψαριού):

κόκκαλο
Gräte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский