Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κωλοπετσομένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κωλοπετσομέν|ος <-η, -ο> [kɔlɔpɛtsɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ οικ

κωλοπετσομένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский