Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ciˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. κυρώνω (επικυρώνω):

κυρώνω

2. κυρώνω (ειδικά σύμβαση):

κυρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский