Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυμαίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυμ|αίνομαι <-άνθηκα> [ciˈmɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

κυμαίνομαι
κυμαίνομαι ανάμεσα σε δυο

Παραδειγματικές φράσεις με κυμαίνομαι

κυμαίνομαι ανάμεσα σε δυο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский