Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κτήμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κτήμα [ˈktima], χτήμα [ˈxtima] SUBST ουδ

1. κτήμα (ιδιοκτησία):

κτήμα
Besitz αρσ

2. κτήμα (ιδιόκτητη έκταση):

κτήμα
Landgut ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский