Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κούρεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κούρεμα [ˈkurɛma] SUBST ουδ

1. κούρεμα (μαλλιών):

κούρεμα

2. κούρεμα ΧΡΗΜ:

κούρεμα
κούρεμα χρέους
κούρεμα ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
κούρεμα ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Haircut αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κούρεμα

κούρεμα χρέους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский