Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουφοβράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουφοβρά|ζω <-σα, -σμένος> [kufɔˈvrazɔ] VERB αμετάβ

1. κουφοβράζω:

κουφοβράζω

2. κουφοβράζω μτφ (από θυμό):

κουφοβράζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский