Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουκουλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουκουλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kukuˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. κουκουλώνω (βάζω την κουκούλα):

κουκουλώνω το κεφάλι

2. κουκουλώνω (στο κρεβάτι):

κουκουλώνω κάποιον στο κρεβάτι

3. κουκουλώνω μτφ (τα κάνω πλακάκια):

κουκουλώνω

II . κουκουλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. κουκουλώνομαι (ντύνομαι καλά):

Παραδειγματικές φράσεις με κουκουλώνω

κουκουλώνω κάποιον στο κρεβάτι
κουκουλώνω το κεφάλι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский