Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουκί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουκί [kuˈci] SUBST ουδ

1. κουκί (καρπός κουκιάς):

κουκί
Saubohne θηλ
κουκί
dicke Bohne θηλ

2. κουκί (σπυρί):

κουκί
Korn ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский