Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουβαριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουβαριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kuvaˈri̯azɔ] VERB μεταβ (κλωστή)

κουβαριάζω

II . κουβαριάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κουβαριάζομαι (ζαρώνω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский