Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορδέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορδέλα [kɔrˈðɛla] SUBST θηλ

1. κορδέλα (ταινία):

κορδέλα
Band ουδ
κορδέλα δώρου (για δώρα)
Geschenkband ουδ

2. κορδέλα (μετρητική):

κορδέλα
Bandmaß ουδ

3. κορδέλα (σε πλαγιά βουνού):

κορδέλα
Bergpass αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κορδέλα

κορδέλα δώρου (για δώρα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский