Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κονταίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κοντ|αίνω <-υνα> [kɔnˈdɛnɔ] VERB μεταβ (κάνω κοντύτερο)

κονταίνω

II . κοντ|αίνω <-υνα> [kɔnˈdɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι κοντύτερος)

κονταίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский