Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κομμωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κομμωτής (κομμώτρια) [kɔmɔˈtis, kɔˈmɔtria] SUBST αρσ (θηλ)

κομμωτής (κομμώτρια)
Friseur (Friseuse) αρσ (θηλ)
κομμωτής (κομμώτρια)
Coiffeur (Coiffeuse) αρσ (θηλ) CH

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский