Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κομματάρχης , κομμωτήριο , κομματισμός , κομματικός και κομματιάζω

κομματάρχης (κομματάρχισσα) [kɔmaˈtarçis, kɔmaˈtarçisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κομματάρχης (κομματάρχισσα)
Parteiführer(in) αρσ (θηλ)

κομματιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔmaˈtçazɔ] VERB μεταβ

1. κομματιάζω (αντικείμενα):

2. κομματιάζω (κρέας: τεμαχίζω):

κομματικ|ός <-ή, -ό> [kɔmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κομμωτήριο [kɔmɔˈtiriɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский