Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κολακεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κολακ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [kɔlaˈcɛvɔ] VERB μεταβ

κολακεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский