Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοίτασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοίτασμα [ˈcitazma] SUBST ουδ

1. κοίτασμα (στρώμα):

κοίτασμα
Schicht θηλ
πετρελαιοφόρο κοίτασμα
Erdölfeld ουδ

2. κοίτασμα (απόθεμα):

κοίτασμα
Lager ουδ
κοίτασμα
Lagerstätte θηλ
κοίτασμα ορυκτού
κοίτασμα πετρελαίου

Παραδειγματικές φράσεις με κοίτασμα

μεταλλοφόρο κοίτασμα
Erdölfeld ουδ
κοίτασμα ορυκτού
κοίτασμα πετρελαίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский