Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλουβιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλουβιά|ζω <-σα, -σμένος> [kluˈvjazɔ] VERB αμετάβ

1. κλουβιάζω (γίνομαι κλούβιος):

κλουβιάζω

2. κλουβιάζω (αποβλακώνομαι):

κλουβιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский