Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλιμακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλιμακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [klimaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. κλιμακώνω (τοποθετώ κατά βαθμίδες):

κλιμακώνω

2. κλιμακώνω (επεκτείνω):

κλιμακώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский