Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλαψούρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλαψούρισμα [klaˈpsurizma] SUBST ουδ

1. κλαψούρισμα (σιγανό κλάμα):

κλαψούρισμα
Wimmern ουδ

2. κλαψούρισμα (παιδιάστικο παράπονο):

κλαψούρισμα
Quengelei θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский